- εκπιπράσκω
- ἐκπιπράσκω (Α)πουλώ, εκποιώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπεπρακόσιν — ἐκπεπρᾱκόσιν , ἐκπιπράσκω sell off perf part act masc/neut dat pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπράσων — ἐκπρά̱σων , ἐκπιπράσκω sell off fut part act masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπέπραται — ἐκπέπρᾱται , ἐκπιπράσκω sell off perf ind mp 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)